-
1 ευανδρια
ἥ1) изобилие людей (преимущ. настоящих, мужественных) Xen.2) мужество, храбрость Plut., Diog.L.ἡ εὐ. διδακτός Eur. — мужеству можно научиться
См. также в других словарях:
ευανδρία — η (Α εὐανδρία) [εύανδρος] 1. η αφθονία ανδρών και κυρίως γενναίων και ενάρετων 2. η ανδρική ηλικία ή η ανδρεία, το ανδρικό φρόνημα, η γενναιότητα αρχ. 1. η σωματική, η φυσική ευεξία 2. (ως χριστιανική αρετή) το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο θάρρος… … Dictionary of Greek